συλλειτουργώ

συλλειτουργώ
συλλειτουργῶ, -έω, ΝΜΑ
νεοελλ.-μσν.
λειτουργώ ως κληρικός μαζί με άλλον ή άλλους κληρικούς
αρχ.
εκτελώ δημόσια υπηρεσία μαζί με άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + λειτουργῶ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συλλειτουργώ — συλλειτούργησα, λειτουργώ ως κληρικός μαζί με άλλους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συλλείτουργο — το, Ν [συλλειτουργώ] επιμνημόσυνη λειτουργία που τελείται από πολλούς ιερείς μαζί …   Dictionary of Greek

  • συλλειτουργία — η, Ν (λειτ.) πανηγυρική τέλεση τής Θείας Λειτουργίας από πολλούς κληρικούς μαζί και πάνω στην ίδια Αγία Τράπεζα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συλλειτουργώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • συλλειτούργησις — ήσεως, ή Μ [συλλειτουργῶ] η συλλειτουργία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”